24.4.12

Τι με ηρεμεί αυτές τις ημέρες.

Η μουσική έναρξης της Γλυκιάς Συμμορίας. Και την ίδια την ταινία τη λατρεύω. Όπως και γενικά όλη τη δουλειά του Νίκου Νικολαΐδη.

Αυτό, λοιπόν και η σκέψη ότι κάπου θα υπάρχει μια γυναίκα Tom Waits. Και θα τη βρω. Με την έννοια ότι θέλω να βρω μια γυναίκα για να ζήσω μαζί της αυτό που αποπνέει ο Τομ και η δουλειά του.

Χθες

"Ώστε, λοιπόν, φεύγεις;"
Δεν της απάντησα. Χαμογέλασα ευγενικά. Τι να της πω.
Άλλωστε ήταν πάντα ωραίο να καιγόμαστε στη φωτιά μας όπως ήταν και για όσο ήταν.
Και τι να πεις τώρα για αυτό. Πως να μιλήσεις για αυτό αλλά και για όλα όσα πρέπει, τελικά, καλύτερα, ανείπωτα να μείνουν.
Γιατί να πρέπει
κάποιες σκέψεις
να πρέπει
να μπορέσω να τις κάνω προτάσεις, να τις φέρω στην άκρη της γλώσσας, των δοντιών, να τις στριφογυρίζω εκεί και αυτές να με τσιμπάνε, να με ηλεκτρίζουν και να μη θέλω
ούτε και να μπορώ να τις φτύσω αλλά ούτε και να τις καταπιώ. Και ούτε εκεί να τις αφήσω.
Λες και είναι πλέον βιτριόλι.
Και αυτό, αυτή η μετατροπή από σκέψεις σε βιτριόλι, γιατί να πρέπει να αφορά ειδικά τις σκέψεις που έχω
(ή μήπως από τώρα θα πρέπει να αρχίσω να λέω "που είχα";)
για εκείνη, για εμάς και για εμένα.
Και πως να διαλέξω άλλες σκέψεις, άλλες λέξεις
που θα προσεγγίσουν κάπως το θέμα, θα φωτίσουν τη στιγμή, θα δρασκελίσουν την απόσταση πριν μεγαλώσει περισσότερο από όσο πρέπει να μεγαλώσει
και χαθεί όλη η σκηνή.
Και αφού θέλω να αποφύγω αυτή τη μετατροπή σκέψεων σε λέξεις θα πρέπει να είμαι εγώ αυτός που θα αλλάζει
θα πρέπει λοιπόν να προσπαθώ συνέχεια να αλλάζω μορφή, να μπορώ να ρέω εγώ αφού δε μπορεί να ρέει ο λόγος.
Armas y letras.
Άραγε
Τα βιτριολικά μου λόγια θα έπεφταν πράγματι πιο βαριά από το ευγενικό χαμόγελό μου στο παγωμένο δωμάτιο;
Ή θα έφευγαν ήρεμα και αθόρυβα σαν νερό που κυλά
γλιστρώντας
από το σημείο που βρίσκομαι καρφωμένος σπαρταρώντας αθόρυβα
προς την πόρτα
(αγγίζοντας στη διαδρομή τους τα πόδια από τις καρέκλες, τις σακούλες σκουπιδιών που περιμένουν στην πόρτα, τα κρόσσια από το χαλί που στέκεται μαζεμένο στο πλάι του καναπέ)
και από εκεί
ήρεμα και αθόρυβα στις σκάλες και μετά στο δρόμο και να χαθούν έτσι
χωρίς να το υποπτευθεί κανείς
ήρεμα, αθόρυβα και προσεκτικά
"Θα το ήθελα να μπορούμε να τα λέμε, πάντως- να μη μας διαλύσει τελείως η απόσταση, να μη χαθούμε"
Η  θύελλα των σκέψεών μου διαλύεται αυτόματα. Αλλά το χαμόγελό μου προϋπήρχε και έχω κιόλας ήδη ηττηθεί για αυτό
και άλλωστε
και αυτό παραμένει ευγενικό και με προδίδει. Πόσο διαφορετικό θα μπορούσε να γίνει σε μια στιγμή
πόσο γρήγορα θα μπορούσε να γίνει το απαραίτητο αντιστάθμισμα στις σκέψεις στο κεφάλι μου ώστε αυτό να εξαπλωθεί και στην καρδιά μου
και από εκεί να φανεί δειλά μια αλλαγή αξιοσημείωτη στο ευγενικά παγωμένο πρόσωπό μου
που χαμογελούσε από την αρχή.
Ενταφιάζω γρήγορα τις σκέψεις αυτές σε μια γωνία του μυαλού μου προσπαθώντας να ξαναβρώ την αυτοκυριαρχία μου.
Όμως ο τάφος αυτός είναι τώρα πια γεμάτος. Δεν υπάρχει χώρος για άλλες σκέψεις εκεί πια.
Ούτε για άλλους τάφους σκέψεων υπάρχει χώρος- κάπου θα πρέπει να υπάρχει χώρος και για εμένα εκεί μέσα.
Δεν υπάρχει λοιπόν περιθώριο άλλου τέτοιου λάθους.
"Πρώτη φορά συμβαίνει να χαμογελάς και να μη μου αρέσει. Πες κάτι, γιατί δε μιλάς ποτέ σου όταν πρέπει
γιατί δε μιλάς ποτέ σου όταν το θέλω;"
Τα μάτια μου συναντούν τα δικά της αλλά αυτό είναι κάτι που δεν θέλει κανείς από τους δυο μας πραγματικά οπότε οι διαδρομές τους αλλάζουν πάλι γρήγορα αλλά όχι χωρίς να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία να προσπαθήσουν να μιλήσουν αυτά για εμάς και σίγουρα κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια να αποθηκεύσουν την εικόνα των ματιών που κοιτάζουν για πάντα ή όσο τέλος πάντων μπορεί να είναι αυτό.
Και το χαμόγελό μου μόλις που έχει αρχίσει να σπάει.
"Ίσως και να μη θέλω να φύγεις. Ίσως και να μη θέλω ούτε εγώ η ίδια να φύγω. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να πούμε πολλά, σωστά;"

Λοιπόν, δεν ξέρω αν αυτό τελικά έπρεπε απλά να ειπωθεί από κάποιον. Και σίγουρα αυτό ειδικά, έτσι, δεν το περίμενα. Δεν ξέρω πως να νιώσω. Το χαμόγελό μου δεν παραμένει ευγενικό, γίνεται ηλίθιο και σπάει αφού έχει αρχίσει πια να με πονάει. Να μιλάς για το ότι δεν μπορείς να μιλήσεις, ενώ έχεις κάνει ήδη τη σχετική σου ακροβασία στο κενό. Πόσο πιο κενό θα μπορούσε να γίνει αυτό το αινιγματικό σύνολο σκέψεων και αισθημάτων. Πόσο δύσκολο να επαναφέρω τώρα την κουβέντα στην αληθινή της διάσταση. Νιώθω ολόκληρος σαν από κλωστές που ξαφνικά έγιναν κουβάρι. Και πρέπει πάλι τρόπο να βρω
να χαμογελάω έτσι που να της αρέσει. Τώρα που όλα θρυμματίζονται και ξέρουμε ότι δεν έχουμε πια τίποτα να πούμε, ενώ σχεδόν είπαμε όσα θα μπορούσαμε.

Αλλά προτρέχω. Στο τέλος, λογικά, θα φύγω. Είναι που τα πράγματα είναι έτσι που μόνο η φυγή μου θα εμποδίσει το διωγμό μου. Και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Υπάρχει διαφορά.

Αυτή βέβαια είναι μια παλιά ιστορία. Και κάποιοι ίσως και να θυμούνται τι εννοώ.

17.4.12

Τόσες διαμεσολαβήσεις

που τα πράγματα έχουν χάσει το πραγματικό τους νόημα.
Δυσκολεύομαι να βρω ένα τρόπο να αποκαταστήσω αυτά που διαρρηγνύονται.
Η κατάσταση της οποίας πτυχές- μόνο- φώτισα την προηγούμενη φορά είναι ενδεικτική.
Μπορώ άραγε να επανορθώσω αυτά που δειλά είπε; Και αν ναι, πως;

6.4.12

Έχει πάει πια αργά.

Το ξέρω, είχα πει πως οι παραιτήσεις είναι για τους δειλούς.
Είχα πει πολλά. Και διάφορα. Συχνά μου την έλεγαν που είχα μια απόλυτη στάση- ειδικά απέναντι σε ότι αφορά
τον τρόπο.
Αλλά, τελικά, όταν το περιβάλλον που σε φιλοξενεί αρχίζει μία να σε διώχνει και μία να σε κρατάει (σκοτσέζικο ντουζ) και εσύ λειτουργείς αντιστρόφως (μία θες να μείνεις- μία να φύγεις), δεν έχεις πολλές επιλογές.
Λυγίζεις αρχικά από το εξής: δεν είσαι ούτε εδώ, ούτε εκεί. Είσαι σε μια χωροχρονική ρωγμή, με το μυαλό σου και το σώμα σου κάργα διχασμένα- τόσο μεταξύ τους (γιατί και το σώμα σου σκέφτεται και θυμάται), όσο και το καθένα  μόνο του- και αρχίζεις να θυμίζεις μια πίτα σε γυράδικο στα κάρβουνα κομμένη στα τέσσερα με όλα τα κομμάτια της ψημένα εντελώς ανόμοια- άλλα καρβουνιασμένα, άλλα άψητα, άλλα ενοχλητικά.ξερά, αλλά αηδιαστικά μαλακά.
Ε, αφού έχεις λυγίσει, λοιπόν, αρχικά από κάτι τέτοια (είναι πολλά και δύσκολο να τα βάλει κανείς κάτω) δεν θέλει πολύ για να σπάσεις. Λίγες πράξεις που παίρνουν την εμπιστοσύνη που μπορεί να δείχνεις γενικά και την κάνουν κουράδα σκύλου στο πεζοδρόμιο, αρκούν. Ας μη γίνω πιο συγκεκριμένος.
Τέλος πάντων, δεν ξέρω.
Ήρθε ίσως η ώρα (αυτοεκπληρούμενη προφητεία;) να είμαι o Akhlut με ένα τρόπο που δεν είχα φανταστεί. Τώρα που κουράστηκα ως όρκα στο χάος του ωκεανού, θα γίνω λύκος στο καταπραϋντικό λευκό του χιονιού. Και ίσως καταφέρω και χορτάσω στα χιόνια, όπως δεν ξεδίψασα στο βυθό.

(Δεν παραιτούμαι, λοιπόν; Απλά αλλάζω; Ή μήπως αυτό είναι υπεκφυγή από το πρόβλημα; Ο χρόνος θα δείξει. Πάντως ίσως σε μια τέτοια προσπάθεια να σταματήσω να γράφω εδώ.)

1. 
2. 

3.4.12

Αντίο, λοιπόν.

Φεύγω.
Τα κλείνω όλα.
Μηδενίζω το κοντέρ.
Κόβω δεσμούς.
Κάνω νέα αρχή.
Όποιος θέλει να με βρει ξέρει που να ψάξει. Και επειδή τα λόγια μου είναι φτωχά...

Μιλάει αυτό.

Εισαγωγική- Προειδοποιητική Ανάρτηση

Αυτό το μπλογκ θα ξεκινήσει από τέλος και θα τελειώσει στην αρχή. Και όλα αυτά γιατί:

"Ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος."
Σαίξπηρ.