30.5.16

Ωραίο πιστόλι ετούτο μα την πίστη μου

Κατηφόριζα στη Σβέαβεγκεν και ο κρύος αέρας έκανε τα μάτια μου να πονάνε. Με εξαίρεση μια ζεστή σοκολάτα που με είχε κεράσει η χαμηλοκώλα η Λίζα το μεσημέρι της Πέμπτης στον Μπλε Λωτό, δεν είχε μπει τίποτα στο στομάχι μου τις τελευταίες 2 μέρες και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακούω ένα ηλίθιο, μαλακό σφύριγμα ακριβώς μέσα στο κεφάλι μου κάθε φορά που προσπαθούσα να περπατήσω πιο γρήγορα για να μην ξεπαγιάσω. 

Συναντηθήκαμε γιατί ήθελε να μιλήσουμε. Ήξερα ότι θα μου αράδιαζε πάλι ιστορίες με γκόμενους, μισοτελειωμένα μεταπτυχιακά, σεμινάρια υπερβατικού διαλογισμού και τα αρχίδια μου κουνιούνται συντόμευε το μονόλογο μωρή χαμηλοκώλα γιατί έχουμε και δουλειές. Είχα κάθε λόγο να μην πάω στο ραντεβουδάκι αλλά οι Δεκέμβρηδες σε αυτή την κωλοπόλη δεν αστειεύονται και επιπλέον πεινούσα οπότε προτίμησα να κάνω το μαλάκα. Και εδώ που τα λέμε το Λιζάκι με αγαπούσε και λίγο. 

Βρεθήκαμε γύρω στις δυόμιση έξω από το κολυμβητήριο στη Μεντμπόρια. Πιστή στις συνήθειές της, είχε αργήσει μισή ώρα αλλά δε με ένοιαξε και τόσο γιατί όσο εκείνη αργούσε εγώ χάζευα τις ξανθιές να βγαίνουν αχνιστές από το ζεστό κολυμβητήριο στο χιονισμένο δρόμο.

-Καλά εσύ αδυνάτισες!
Και ένα σύννεφο από γουΐνστον μπλε με τύλιξε καθώς γύριζα για να δω τη Λίζα. Πάντα ήθελε να εμφανίζεται μέσα από τους καπνούς τσιγάρων και να εξαφανίζεται ανάμεσα σε σκιές από γκόμενους που κανείς από εμάς δεν γνώριζε ποτέ.
-Μην αρχίζεις πάλι τα δικά σου Λιζάκι
-Περίμενες ώρα;
-Όχι, μόλις έφτασα. Πάμε να κάτσουμε κάπου γιατί τον έχω δαγκώσει

Μπήκαμε στη ζεστή αγκαλιά του Μπλε Λωτού σχεδόν κουτρουβαλώντας. Η χαμηλοκώλα η Λίζα βόλεψε τον κώλο της σε ένα μεγάλο καναπέ και άφησε εμένα να παραγγείλω στο ταμείο. Επέμενε να με κεράσει μια σαλάτα ή κάποια άλλη αποκλειστικά χορτοφαγική μαλακία που μου είχε δηλώσει ότι είχε διαλέξει για τον εαυτό της πολύ πριν μπούμε στο κατάστημα και που μου διαφήμιζε σε όλη τη διαδρομή και εγώ που μυρίστηκα το νέο της βίτσιο να κατασπαράζει πρασινάδες της είπα ότι είχα ήδη φάει και κόντευα να σκάσω για να αλλάξουμε κουβέντα και να με αφήσει ήσυχο. Έτσι λοιπόν έκανα νόημα στην κοντή στο ταμείο να έρθει και της ζήτησα τη μαλακία της Λίζας και μια ζεστή σοκολάτα σε μισόλιτρο ποτήρι μπύρας με έξτρα σαντιγί και τρούφα σοκολάτας από πάνω.
Η κοντή άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί για κάτι αλλά μάλλον είδε ότι τον πεινασμένο λύκο που την κοιτούσε πίσω από τα μάτια μου και το βούλωσε. Έκανα να φύγω, μουρμούρισε κάτι για την πληρωμή, της γύρισα την πλάτη και είπα πληρώνει η ξαδέρφη μου και πήγα και έκατσα δίπλα στη Λίζα βάζοντας ξεδιάντροπα το χέρι μου στο πόδι της.

Η Λίζα μου έριχνε γύρω στα 4 χρόνια αλλά μετά από όλα αυτά τα εναλλακτικά προγράμματα ζωής, γυμναστικής, γαμησιού, συζήτησης, σπουδών, φαγητού, ξεκούρασης, πολιτικοποίησης, διασκέδασης και αναζωογόνησης που είχε δοκιμάσει έδειχνε τουλάχιστον 40. Εγώ πάλι, μια ζωή αγχωμένος με τα ίδια πράγματα, βαθιά αργόσχολος και καχύποπτος, και παρόλο το σταθερά ανθυγιεινό τρόπο μου, έδειχνα ακόμα όπως όταν ήμουν 25. Μια φορά, σε κάποιο σπίτι σε ένα πάρτι ενός γνωστού της Λίζας, μια από τις κλώσες που την περιτριγύριζαν για φίλες και που ήθελε να πάρει ένα ακόμα κεφάλι αρσενικού για τη συλλογή της, σε κάποια τραγελαφική απόπειρα να με στριμώξει, χώθηκε ανάμεσά μας και με πλάτη σε εμένα ρώτησε τη Λίζα με ναζάκι από που ψώνισε το ζιγκολό, δείχνοντάς μέ με το κεφάλι της. Το στόμα της χαμηλοκώλας φίλης μου στράβωσε λίγο αλλά εγώ τράβηξα και κόλλησα δυο κολλαριστά 50ευρα απειλητικά κάτω από τη μύτη της κλώσας και της είπα "Τράβα να χτυπήσεις κανά δυό κοκορέτσια να στανιάρεις γιατί σε βλέπω λίγο κομμένη και τα λέτε άλλη φορά με την φίλη σου. Με την ώρα την πληρώνω την καυλιάρα και μου κοστίζεις". Η Λίζα έμεινε παγωμένη και όταν η μαλάκω η φίλη της έστριψε και εξαφανίστηκε γρήγορα προς τουαλέτα μεριά με έπιασε από το χέρι και μου ψιθύρισε "μόλις είπες ότι με αγόρασες σαν πουτάνα ρε μαλάκα;" Και έβαλε τα γέλια. Όπως με κρατούσε από το χέρι την πήρα και φύγαμε από το σκατένιο παρτάκι και πήγαμε στο κατακόκκινο Πραξιτέλους να πιούμε κανά ποτό σαν άνθρωποι μακριά από όλη αυτή την πλέμπα. Από τότε η Λίζα θέλει συχνά να κάνουμε πότε πως την αγοράζω εγώ, πότε πως με αγοράζει εκείνη και άλλα τέτοια παρόμοια και να αφήνουμε σαγόνια στραβωμένα.

Έτσι λοιπόν όταν η σερβιτόρα με τη δήλωση είδε το χέρι μου κτητικό πάνω στο μπουτάκι της Λίζας σήκωσε το ένα της φρύδι και όταν η Λίζα είπε με έντονο μαμαδίστικο γρέζι "φυσικά, ότι θέλει το γλυκό αγοράκι μου" σε έντονη στοκχολμέζικη προφορά η κοντή χλόμιασε λίγο και μας κοίταξε με αηδία. Πιο πολύ εμένα. Η Λίζα πλήρωσε, γύρισε στη θέση της, έβαλε επιδεικτικά το χέρι μου ψηλά στο μπούτι της και έβγαλε να τακτοποιήσει το κραγιόν της. Έγω έκλεισα το μάτι στην άναυδη σερβιτόρα και γύρισα στη Λίζα.

- Τι έγινε αυτή τη φορά; Σε παράτησε ο Μάνθος και
- ο Στράτος
- ο πούτσος μου ο βαρβάτος, στα αρχίδια μου πως τον λένε, μη με διακόπτεις, σε παράτησε ο Σταύρος και ήρθες να μας κλαφτείς Λιζάκι;
- Όχι. Και μη μιλάς έτσι και με κάνεις να μετανιώνω πάλι που σε συναντάω.
- Εντάξει, κοίτα, αν ήρθες να μιλήσουμε για τις εξελίξεις στο HCI και αν συμφέρει να κάνεις μεταπτυχιακό στο KTH ή να πας να βγάλεις δεύτερο προπτυχιακό σε κάτι σχετικό με βιολογία και άλλα τέτοια, σου λέω από τώρα ότι έχω πολύ δουλειά και θα χρειαστεί να φύγω σε λίγο.
- Τι δουλειά;
Η κοντή έφερε την βοτανόταρτα της Λίζας και τη σοκολατάρα μου και έφυγε σχεδόν τρέχοντας με σκυμμένο το κεφάλι.
- Έχει σημασία Λιζάκι;
- Όχι, αλλά θέλω να μαθαίνω νέα σου.
-Όχι, απλά θέλεις να μου λες τα δικά σου.
- Ωραία, μωρό μου, και τώρα τι θέλεις; Να κάνουμε ψυχανάλυση; Απορώ γιατί δέχεσαι να βγαίνουμε αφού σε ενοχλεί τόσο η παρουσία μου.
- Λίζα πες μου τι θέλεις και μετά θα σου πω τα νέα μου αναλυτικά. Σύμφωνοι;

Έμεινε για λίγο σιωπηλή. Μετά ήπιε λίγη από τη σοκολάτα μου και έσκυψε και ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της δίπλα στο αυτί μου.

-Θέλω ένα όπλο.
Το χέρι μου ασυναίσθητα τραβήχτηκε από το μπούτι της. Εκείνη το κατάλαβε και έκλεισε τα πόδια της κρατώντας κάποια δάχτυλά μου ανάμεσά τους. "Θέλω ένα όπλο" επανέλαβε.
- Τι όπλο ρε Λίζα, τι μαλακίες λες, τι θα το κάνεις εσύ το όπλο;
- Πιστόλι και να μη σε νοιάζει τι το θέλω.
- Τί πιστόλι μωρή πουτάνα; Τί είμαι εγώ;
- Καινούργιο και γεμάτο. Και αυτά να τα αφήσεις για αλλού. Ξέρω πολύ καλά ότι μπορείς να μου βρεις. Και θα μου βρεις.
Το μάτι μου γυάλισε και το στόμα μου γέμισε αφρούς. Τράβηξα το μαχαίρι της από το τραπέζι και το πίεσα στη σπλήνα της.
-Μωρή χαμηλοκώλα ξεκωλιάρα μη μου λες μαλακίες εμένα. Λέγε τι θες μη σε κάνω ανταλλακτικά για τα χειρουργεία του Καρολίνσκα.
- Ένα πιστόλι θέλω. Καινούργιο και γεμάτο. Θα βρεις ένα, θα το πακετάρεις και θα το αφήσεις στην εξώπορτα της μάνας μου με το όνομά μου πάνω στο πακέτο.

Είχα ακόμα το μαχαίρι στραμμένο πάνω της αλλά είδα την κοντή να μας κρυφοκοιτάζει πίσω από την ταμειακή και το μάζεψα. Η καριόλα θα έχει ήδη καλέσει τους μπάτσους. "Φεύγουμε" είπα στη Λίζα, τινάχτηκα πάνω και ήπια μονορούφι τη μισόλιτρη σοκολάτα μου. Η Λίζα ξαφνιάστηκε και σηκώθηκε μαζί μου. Βγήκαμε από τον Μπλε Λωτό με την κοντή να μας ακολουθεί με το βλέμμα μέχρι το παρκάκι και είδα δυο σειρές καλοξυρισμένα κεφάλια να μας πλησιάζουν. Η κουφάλα είχε φωνάξει τους τιμωρούς εκδικητές της αποκατάστασης τάξης αντί για τους μπάτσους. Πότε είχε ξεπέσει τόσο ο Μπλε Λωτός; Τι σκατά κακό αστείο ήταν αυτό;

Η Λίζα πήγε να παραπονεθεί για τη μισοτελειωμένη ματζουνόπιτά της αλλά της κόπηκε η φόρα όταν είδε τους μαύρους να μας έρχονται. Την πήρα από το χέρι και πήγαμε τσιγκολελέτα μέχρι το ύψος του σταθμού στο Σκανστουλ. Χωθήκαμε σε ένα στενό, έβγαλα τη ζώνη μου από το τζιν μου και την τύλιξα στο αριστερό χέρι μου. Έβαλα τον ζιππο μου στο δεξί για να φεύγουν τα μπουκέτα μου γεμάτα, στρίμωξα τη Λίζα πίσω μου στα σκαλιά μιας παλιάς πολυκατοικίας, έβγαλα ένα Τζον Σίλβερ από το μαλακό πακέτο το κόλλησα στα χείλη μου το άναψα, ρούφηξα βαθιά 2-3 φορές και το έσβησα. Περιμέναμε και οι δυο στα μουγκά. Οι μπουνιές μου σφιγμένες. Ακούγαμε από το βάθος τα ξυρισμένα κεφάλια να μας πλησιάζουν. Ένας ρουφιάνος από ένα τατουατζίδικο απέναντι μας είδε και κατάλαβε ότι κάτι παίζει και ήταν έτοιμος να μας σφυρίξει στα μαύρα μπλουζάκια που κατέβαιναν λαχανιασμένα το δρόμο.  Μια γιαγιά άνοιξε την πόρτα πίσω μας και η Λίζα με πήρε από τον ώμο μέσα. Κατεβήκαμε στο υπόγειο και βρήκαμε έξοδο προς την εσωτερική αυλή του κτιρίου και από εκεί περάσαμε σε κάποιο άλλο κτίριο που είχε την πόρτα του ξεκλείδωτη προς την εσωτερική αυλή, βγήκαμε γρήγορα σε κάποιο παράλληλο δρόμο και μπήκαμε στο μετρό χρησιμοποιώντας την κάρτα της Λίζας γιατί η δική μου είχε λήξει εδώ και 4 μήνες που τριγυρνούσα με το ποδήλατο μέχρι που άρχισε να χειμωνιάζει άγρια πάλι. Στο μετρό εγώ προσπαθούσα να ξαναβρώ την ανάσα μου και έψαχνα να καταλάβω αν έχει πέσει σύρμα από τους μαύρους για μας στους φύλακες του μετρό και η Λίζα έτρεμε στην αγκαλιά μου. Προσπαθούσε να μη φανεί αλλά τα γόνατά της την πρόδιδαν. Την έσπρωξα να καθίσει, γύρισα την πλάτη μου και είπα ένα ξέπνοο "εντάξει ρε Λίζα" και χύθηκα έξω από το βαγόνι με το ηλίθιο και καλομαθημένο πλήθος.
Κατέβηκα Γκουλμαρσπλαν και πήγα και άραξα σε ένα πάρκο. Η Λίζα συνέχιζε νότια οπότε δεν είχε πρόβλημα. Περίμενα να νυχτώσει και όταν το κρύο έγινε πραγματικά ανυπόφορο ξεκίνησα να ανηφορίζω από τους πλάγιους δρόμους προς Μεντμπόρια μπας και πετύχω κανέναν δικό μου και μου δανείσει την SL του και φύγω άνετος.

Κατηφόριζα στη Σβέαβεγκεν έχοντας παραδώσει το δέμα της Λίζας στης μάνας της και ο κρύος αέρας έκανε ένα δάκρυ στο μάτι μου να παγώνει και να με κόβει. Με εξαίρεση μια ζεστή σοκολάτα που με είχε κεράσει η χαμηλοκώλα η Λίζα το μεσημέρι της Πέμπτης στον Μπλε Λωτό, δεν είχε μπει τίποτα στο στομάχι μου τις τελευταίες 2 μέρες και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακούω ένα ηλίθιο, μαλακό σφύριγμα ακριβώς μέσα στο κεφάλι μου όσο προσπαθούσα να θυμηθώ το παρακάτω.
Ωραίο πιστόλι ετούτο μα την πίστη μου
κι είν’ εντελώς καινούργιο και γεμάτο.