24.4.13

Χωρίς σωσίβιο (ή πως να χτίζεις όταν σκοπεύεις να γκρεμίσεις όσα έχτιζες).


Μέρος Ι (εισαγωγή- είσοδος κινδύνου).

Είναι ένα θαύμα που μπορώ και εξακολουθώ να επιπλέω ανενόχλητος εκεί έξω ενώ, προφανώς, τα σημεία στα οποία θα μπορούσα να βουλιάξω και να πνιγώ είναι πολλά και η προσωπική μου Ιθάκη προς το παρόν θυμίζει πιο πολύ χαμένες Ατλαντίδες.
Στα αυτιά μου ηχεί το Stupid Cupid (από Κόνι Φράνσις, μην ακούσω μαλακίες) και το τελευταίο μου καρέλι έχει μουλιάσει στα χείλη μου.

Στο σημείο αυτό να σημειώσω πως έχει ζέστη, κυκλοφορώ με μαύρα και ο κόσμος γύρω μου έχει χάσει την αίσθηση του ρυθμού (όχι, δεν είναι κάποια ιδιότυπη τζαζ). Τώρα που το ξαναεξετάζω, μπορεί και να μη το είχε και ποτέ αλλά, τέλος πάντων, θα στείλω δωράκι ένα μετρονόμο και έχω εμπιστοσύνη, με λίγη εξάσκηση θα το (ξανα)βρούμε.
Προς το παρόν, πάντως, τα πράγματα είναι χειρότερα από τη συνηθισμένη παραφωνία.

Συνηθίζω- όσο μου το επιτρέπουν οι περιστάσεις- να τη βγάζω χωρίς ανάσα μόνο και μόνο για να μη μένω πολύ στην επιφάνεια.
Για τις μετακινήσεις από συμβάν σε συμβάν παραμένει νούμερο ένα μέσο (από τα διαθέσιμα ΜΜΜ) αυτό της καχυποψίας ή- για να είμαι πιο ακριβής- αυτό της υποψίας πως όλα γίνονται σχετικά τυχαία. Αυτό σημαίνει πως είμαι ακόμα σκλάβος της τυφλής αναγκαιότητας που περνάει από πάνω μου.
(Χρειάζεται, αλήθεια, να πέσεις από τον 5ο για να καταλάβεις τη βαρύτητα;)

Εκτιμώ πως υπάρχει ένας κρυμμένος νόμος (και ακόμα και η απουσία νόμου δε συνιστά αντίφαση εδώ) και σκοπεύω να τον ανακαλύψω.
Όχι για προσωπική χρήση- δεν έχουν χαβαλέ αυτά.
Υποκινούμαι από αγνή περιέργεια και καθαρή βαρεμάρα (ή ακριβέστερα από το μίσος μου για αυτή).




Όσα αφήνω ανοιχτά τώρα και χρωστάω, θα τα τακτοποιήσω στο Μέρος ΙΙ.

20.4.13

Όταν η ευτυχία είναι ένα ακόμα deja-vu.

Ζήτημα 1ο (και πολύ κομβικό): 2η ανάρτηση μέσα σε δυο μέρες.

Ζήτημα 2ο (και- αντικειμενικά- σχετικά δευτερεύον): ΟΛΑ τα περιστέρια στο διάβα μου αντί να πετάνε γρήγορα μακριά μου τρέχουν καταπάνω μου, λες και έχω καμιά τέλεια τυρόπιτα στο χέρι.
Θα μπορούσε να είναι και εφιάλτης.

Ζήτημα 3ο: Αυτού του τύπου η ταξινόμηση θυμίζει τέχνασμα που διευκολύνει να μιλήσεις για τα ασήμαντα, παρακάμπτοντας σιωπηλά τα ουσιώδη.

Περνώντας στην ανάρτηση τώρα:

Με προβληματίζει η διάκριση ουσίας και μεθόδου, πρόβλημα-προέκταση του γνωστού δίπολου "μορφή-περιεχόμενο" (ή μήπως, τελικά, πάει αντίστροφα;).
Η κυρίαρχη τάση εκπροσωπείται από μια αντίληψη των πραγμάτων που βλέπει την ηθική (την ιστορικά διαμεσολαβημένη- προσδιορισμένη ηθική) ως ιερή. Τουναντίον, προσωπικά, εκλαμβάνω την εκάστοτε ηθική ως μια σχετικά ωφέλιμη προσαρμογή, απαραίτητη αλλά παροδική όπως η ίδια η κοινωνία που την γεννάει.
Ίσως για κάποιους η κυρίαρχη ηθική έχει ένα ιστορικά προδιαγεγραμμένο ρόλο να μετατραπεί σε πανανθρώπινη. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, δεν μπορώ παρά να θεωρώ πως η κοινωνία βαδίζει προς την εξάλειψη κάθε φετιχιστικού περιβλήματος ηθικής.

Έχοντας κατά νου τα παραπάνω- και βλέποντας πως ένας ακόμα τιποτένιος φλεβάρης, κατοικεί μέσα στο δικό μου απρίλη- δεν μπορώ παρά να γίνομαι βρωμομυστήριος κάθε φορά που τη θυμάμαι. Και αυτό, δυστυχώς, γίνεται συχνότερα από ότι θα επιθυμούσα.
Πιθανότατα, η (κατά τα άλλα λειτουργική) αποστασιοποίηση (μια σχέση Τροίας- Ιθάκης) κάποια στιγμή θα πάψει να επιτελεί το ρόλο της και τότε νομίζω πως η μορφή των πραγμάτων θα γίνει το περιεχόμενο (o ίδιος ο πυρήνας τους), ενώ το περιεχόμενο θα αποκρυσταλλωθεί σε μια (καταδυναστευτική;) μορφή. Καταλαβαίνω πως αυτό μοιάζει με ένα ακόμα σχήμα λόγου, όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με πραγματικά πρόσωπα (κάποια ίσως κυκλοφορούν ακόμα εκεί έξω).

Θυμάμαι τις ημέρες που τίποτα δεν μπορούσε να με διαπεράσει (σαν εκείνο τον παπάρα τον Αιμιλιανό Μονάη). Τώρα νιώθω την πανοπλία μου διάτρητη.
Ελπίζω πως η ευτυχία θα κρύβεται σε μια ξεφούσκωτη υστεροφημία αλλιώς, δεν μπορεί παρά να είναι ένα ακόμα deja-vu.

19.4.13

Φούγκα

Άραγε τώρα όλα αυτά είναι σημάδια ή συμπτώματα;
Να και μια τάση φυγής μου που σκοντάφτει (νέο φαινόμενο).

Ίσως τελικά να μείνω εδώ. Ελπίζω μόνο να με αποζημιώσει το τέλος.

4.4.13

Με φωτισμό σε στυλ οστεοφυλάκιο.

Απόψε στο δωμάτιο η μουσική έχει γίνει σύννεφο και στάζει από το ταβάνι. Απόψε η μουσική κάπου μιμείται την υγρασία. Γλύφει όλους τους τοίχους και κάθεται σε όλα τα έπιπλα. Συσσωρεύεται και σπάει στο δάπεδο σαν γραμμές τέτρις που συμπληρώνονται (αυτό το μοτίβο "τέτρις" τελικά παίζει παντού). Και μπορεί να μη συμπαθώ την υγρασία, αλλά ξέρω ότι είναι όρος για να είναι ανθισμένα τα δεντρολίβανα. Επίσης, μπορεί να μη συμπαθώ την υγρασία αλλά μου αρέσει να παρατηρώ τον τρόπο της.
Έρχεται και φεύγει αθόρυβα, γλιστράει, τρυπώνει από τα πιο απίθανα μέρη, αντιμετωπίζει τα πάντα λες και είναι δικά της, αφήνει ένα μικρό κάτι για να μην την ξεχάσεις (έναν πόνο στο θώρακα, μια μυρωδιά στα ρούχα, κάποια σημάδια στον τοίχο).
Νομίζω πως μου θυμίζει κάποιες γυναίκες και- αρκετά πιο αφηρημένα- τις γάτες.
Μα απόψε η μουσική παίρνει πρωτοβουλίες και κάπου, όχι πολύ κοντά αλλά ούτε και τόσο μακριά, ένα ορμητικό ποτάμι ξεκινάει.
Εγώ αράζω στην πολυθρόνα μου και την παρατηρώ να γδύνεται. Μετά κινείται ξυπόλητη αργά, ανακατεύεται με τον καπνό της μάρκας μου, μουσκεύει στο ποτό μου και αφήνει παντού στο πέρασμά της μια γεύση deja-vu.
Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται από το σπινθήρα του καβατζωμένου αναπτήρα. Σκέφτομαι πως ενώ ο Προμηθέας έδωσε χύμα τη φωτιά σε όλους τους ανθρώπους, εγώ, για κάποιο λόγο, χρειάζεται να τη "δανείζομαι" από άλλους. Αυτή είναι μάλλον η καλύτερη λύση για να μην αναγκάζομαι να υφίσταμαι την ξεφτίλα του να την αναζητώ σε κάτι άθλιους άδειους χόντοσέντερ που κανείς δε θυμάται πως ακριβώς βρέθηκαν κάποιο πρωί στην κατοχή μου, μαζί με μια κούπα χλιαρό καφέ στο τραπέζι της κουζίνας, αλλά χωρίς έστω ένα βιαστικό "φεύγω, καλημέρα, θα τα πούμε" στην πόρτα. Ίσως πάλι ο αναπτήρας να είναι το μόνο πράγμα που κουβαλάει μέσα του στοιχεία από τις πρωτόγονες κοινότητες κοινοκτημοσύνης- ανήκει σε όλους όσους τον χρειάζονται. Όταν το βλέπω έτσι, είμαι κάπως πιο άνετος.
Τίποτα δεν έχω δικό μου (ούτε το χαμόγελό μου, ούτε μια φωτιά), αλλά όλα μου ανήκουν όταν τα χρειάζομαι (ακόμα και λίγο από το χαμόγελό σου, ακόμα και οι βελούδινες στάχτες) και αντιστρόφως.




Μικρός, ζωγράφιζα στην φρεσκοαπλωμένη μπουγάδα, με ένα ξυλάκι που βουτούσα στις λάσπες, παράθυρα σε έναν άλλο κόσμο, πιο κυριακάτικο. Άραζα στα σκαλιά των σπιτιών και δεν είχα ανάγκη τίποτα και κανέναν. Ήθελα απλά να ακούσω το αίμα των ηλιοβασιλεμάτων να αφρίζει στο λαρύγγι μου. Κυνηγούσα τα απογεύματα τα αυτοκίνητα γαβγίζοντας λαχανιασμένος μέχρι την κεντρική λεωφόρο γιατί ήμουν περισσότερο φίλος των αδέσποτων παρά των "φτου και βγαίνω". Μη βιαστείς να κράξεις τα αδέσποτα, είναι τα πιο πιστά σκυλιά. Δεν ανήκουν σε κανέναν αλλά έχουν ταχθεί σε ένα σκοπό.
Επίσης, είχα τους πιο αφάνταστους φίλους στις πιο απίθανες σελίδες των πιο απρόσμενων βιβλίων και όλα τα άλλα
τα έφτυνα.
Δεν ξέρω που με έχασα και αν με ξαναβρήκα, ούτε γιατί στα λέω όλα αυτά.
Δεν υπάρχει ζήτημα θλίψης και απαισιοδοξίας. Απλά, κάπου μέσα μου,
είμαι γκρίζος.
Όπως ο καπνός, η στάχτη, το φεγγάρι μου, η σκιά της υγρασίας, η απόχρωση της μουσικής που με συντροφεύει απόψε, όπως τα χέρια μου από τη σκόνη και το μελάνι των βιβλίων που αγάπησα τόσο που έλιωναν στα χέρια μου, όπως τα γόνατά μου και τα ρούχα μου όταν ξελυσσούσα μικρός στη γειτονιά, όπως τα σκαλιά που άραζα. Όπως ο φωτισμός σε όλη αυτή την ιστορία και σε όσα περιλαμβάνει και σε όσα την περικλείουν. Ένα ημίφως σε στυλ οστεοφυλάκιο. Ένα οστεοφυλάκιο διαφορετικό, όμορφο και γαλήνιο, των πιο αγαπημένων προσώπων, πραγμάτων, σκέψεων και αισθημάτων που απλά περιμένουν εκεί μια ανάσταση πολύ διαφορετική από αυτή που έρχεται κάθε άνοιξη.