4.4.13

Με φωτισμό σε στυλ οστεοφυλάκιο.

Απόψε στο δωμάτιο η μουσική έχει γίνει σύννεφο και στάζει από το ταβάνι. Απόψε η μουσική κάπου μιμείται την υγρασία. Γλύφει όλους τους τοίχους και κάθεται σε όλα τα έπιπλα. Συσσωρεύεται και σπάει στο δάπεδο σαν γραμμές τέτρις που συμπληρώνονται (αυτό το μοτίβο "τέτρις" τελικά παίζει παντού). Και μπορεί να μη συμπαθώ την υγρασία, αλλά ξέρω ότι είναι όρος για να είναι ανθισμένα τα δεντρολίβανα. Επίσης, μπορεί να μη συμπαθώ την υγρασία αλλά μου αρέσει να παρατηρώ τον τρόπο της.
Έρχεται και φεύγει αθόρυβα, γλιστράει, τρυπώνει από τα πιο απίθανα μέρη, αντιμετωπίζει τα πάντα λες και είναι δικά της, αφήνει ένα μικρό κάτι για να μην την ξεχάσεις (έναν πόνο στο θώρακα, μια μυρωδιά στα ρούχα, κάποια σημάδια στον τοίχο).
Νομίζω πως μου θυμίζει κάποιες γυναίκες και- αρκετά πιο αφηρημένα- τις γάτες.
Μα απόψε η μουσική παίρνει πρωτοβουλίες και κάπου, όχι πολύ κοντά αλλά ούτε και τόσο μακριά, ένα ορμητικό ποτάμι ξεκινάει.
Εγώ αράζω στην πολυθρόνα μου και την παρατηρώ να γδύνεται. Μετά κινείται ξυπόλητη αργά, ανακατεύεται με τον καπνό της μάρκας μου, μουσκεύει στο ποτό μου και αφήνει παντού στο πέρασμά της μια γεύση deja-vu.
Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται από το σπινθήρα του καβατζωμένου αναπτήρα. Σκέφτομαι πως ενώ ο Προμηθέας έδωσε χύμα τη φωτιά σε όλους τους ανθρώπους, εγώ, για κάποιο λόγο, χρειάζεται να τη "δανείζομαι" από άλλους. Αυτή είναι μάλλον η καλύτερη λύση για να μην αναγκάζομαι να υφίσταμαι την ξεφτίλα του να την αναζητώ σε κάτι άθλιους άδειους χόντοσέντερ που κανείς δε θυμάται πως ακριβώς βρέθηκαν κάποιο πρωί στην κατοχή μου, μαζί με μια κούπα χλιαρό καφέ στο τραπέζι της κουζίνας, αλλά χωρίς έστω ένα βιαστικό "φεύγω, καλημέρα, θα τα πούμε" στην πόρτα. Ίσως πάλι ο αναπτήρας να είναι το μόνο πράγμα που κουβαλάει μέσα του στοιχεία από τις πρωτόγονες κοινότητες κοινοκτημοσύνης- ανήκει σε όλους όσους τον χρειάζονται. Όταν το βλέπω έτσι, είμαι κάπως πιο άνετος.
Τίποτα δεν έχω δικό μου (ούτε το χαμόγελό μου, ούτε μια φωτιά), αλλά όλα μου ανήκουν όταν τα χρειάζομαι (ακόμα και λίγο από το χαμόγελό σου, ακόμα και οι βελούδινες στάχτες) και αντιστρόφως.




Μικρός, ζωγράφιζα στην φρεσκοαπλωμένη μπουγάδα, με ένα ξυλάκι που βουτούσα στις λάσπες, παράθυρα σε έναν άλλο κόσμο, πιο κυριακάτικο. Άραζα στα σκαλιά των σπιτιών και δεν είχα ανάγκη τίποτα και κανέναν. Ήθελα απλά να ακούσω το αίμα των ηλιοβασιλεμάτων να αφρίζει στο λαρύγγι μου. Κυνηγούσα τα απογεύματα τα αυτοκίνητα γαβγίζοντας λαχανιασμένος μέχρι την κεντρική λεωφόρο γιατί ήμουν περισσότερο φίλος των αδέσποτων παρά των "φτου και βγαίνω". Μη βιαστείς να κράξεις τα αδέσποτα, είναι τα πιο πιστά σκυλιά. Δεν ανήκουν σε κανέναν αλλά έχουν ταχθεί σε ένα σκοπό.
Επίσης, είχα τους πιο αφάνταστους φίλους στις πιο απίθανες σελίδες των πιο απρόσμενων βιβλίων και όλα τα άλλα
τα έφτυνα.
Δεν ξέρω που με έχασα και αν με ξαναβρήκα, ούτε γιατί στα λέω όλα αυτά.
Δεν υπάρχει ζήτημα θλίψης και απαισιοδοξίας. Απλά, κάπου μέσα μου,
είμαι γκρίζος.
Όπως ο καπνός, η στάχτη, το φεγγάρι μου, η σκιά της υγρασίας, η απόχρωση της μουσικής που με συντροφεύει απόψε, όπως τα χέρια μου από τη σκόνη και το μελάνι των βιβλίων που αγάπησα τόσο που έλιωναν στα χέρια μου, όπως τα γόνατά μου και τα ρούχα μου όταν ξελυσσούσα μικρός στη γειτονιά, όπως τα σκαλιά που άραζα. Όπως ο φωτισμός σε όλη αυτή την ιστορία και σε όσα περιλαμβάνει και σε όσα την περικλείουν. Ένα ημίφως σε στυλ οστεοφυλάκιο. Ένα οστεοφυλάκιο διαφορετικό, όμορφο και γαλήνιο, των πιο αγαπημένων προσώπων, πραγμάτων, σκέψεων και αισθημάτων που απλά περιμένουν εκεί μια ανάσταση πολύ διαφορετική από αυτή που έρχεται κάθε άνοιξη.

3 σχόλια:

  1. Κάπου μέσα μας όλοι έχουμε λίγο γκριζάκι, είναι neutral χρώμα και ταιριάζει με όλους.

    Δεν το είχα σκεφτεί ότι το χαμόγελο και η φωτιά μπορεί και να μη μας ανήκουν. Και κάπου έχεις δίκιο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι λόγοι που προκαλούν αυτά τα δύο είναι δικοί μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή